-
1 запеканка
-
2 запереть
κλειδώνω, κλείνωзапри́те дверь — κλείστε την πόρτα
-
3 сквозить
-итρ.δ.1. φυσώ, κάνω ρεύμα•закройте дверь, -ит κλείστε την πόρτα, κάνει ρεύμα•
-ит через щели φυσάει από τις χαραμάδες.
2. (για φως)• περνώ, διεισδύω• φεγγρ ίζω•через щели двери -ил свет από τις χαραμάδες της πόρτας φέγγριζε.
3. (δια)φέγγω, είμαι διαφανής•материя -ит το ύφασμα είναι διαφανές.
4. { κυρλξ. κ. μτφ.) διαφαίνομαι, διακρίνομαι, ξεχωρίζω.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3, 4 σημ.). -
4 закрыть
закрыть в разн. знач. κλείνω σκεπάζω (покрывать)' закройте, пожалуйста, дверь κλείστε, παρακαλώ, την πόρτα \закрыть глаза κλείνω τα μάτια закрыто (вывеска) είναι κλειστό \закрыть собрание κλείνω τη συνεδ ρίαση* * *в разн. знач.κλείνω; σκεπάζω ( покрывать)закро́йте, пожа́луйста, дверь — κλείστε, παρακαλώ, την πόρτα
закры́ть глаза́ — κλείνω τα μάτια
закры́то (вывеска) — είναι κλειστό
закры́ть собра́ние — κλεινω τη συνεδρίαση